Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Φιλοσοφία

Να ζη κάνεις ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά·
λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ·
δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά,
κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό.
Είναι, μη είναι; σας 'ρωτώ . . . ήγουν εν άλλοις λόγοις,
να ομιλής, να μη 'μιλής; να τρώγης, να μην τρώγης;

Να ζης! τουτέστι να γελάς, να κλαις, να φλυαρής,
να ήσαι λόγιος, κλητήρ, κτηνίατρος, παπάς,
για μια δραχμή να κόβεσαι και να δικηγορής,
και νηστικός των υπουργών της πόρταις να κτυπάς.
Να κάνης και συνδυασμό με τον Κατσικαπή,
και για του έθνους να 'μιλής την τόση προκοπή!

Τι κόσμος αποτρόπαιος! . . κανείς καλά δεν ξέρει
γιατί κοιμάται και ξυπνά, γιατί γελά και χαίρει
σε κάθε αλλαγή καιρού . . .
ψέμμα και πλάνη τα κακά, καθώς και τα καλά,
ο άνθρωπος τον άνθρωπον αιώνια γελά,
και ζούμε έτσι κουτουρού.

Ω! να! μια μυίγα κάθεται εις τη χυτή μου μύτη. . .
σε τίνων μύτες αρά γε ως τώρα να επήγες;
λοιπόν κι' η μυίγα του Θεού το πάνσοφον κηρύττει;
δεν φθάνει όπου ζω εγώ, αλλά να ζουν κι' η μυίγες;
Ποιος ξέρει τούτη τη στιγμή, που τόσας σκέψεις κάνω,
αν και αυτή φιλοσοφή 'στη μύτη μου επάνω!

Αυτός μετρά 'στα δάκτυλα τ' αστέρια τουρανού,
εκείνος με τα έντερα λεπτολογεί των ψύλλων,
κι' άλλος σκοτίζει και χαλά τον έξοχο του νου,
να μας ειπή οι άγγελοι σε ποιο ανήκουν φύλον.
Πλην δεν μας είπε ο σοφός ακόμη πώς τους θέλει·
μα κι' αρσενικοθήλυκοι αν ήναι, τι μας μέλει;

Τι κόσμος ακατάστατος, ανούσιος, μωρός!
ως πότε ο αθάνατος με τους θνητούς θα παίζη;
αλλά ενώ φιλοσοφώ για όλα σοβαρός,
φωνάζει η κυρία μου: «Ορίστε 'στο τραπέζι.»
Λοιπόν και πάλι την κοιλιά ανάγκη να γεμίσω;
Ω! βάστα με, γυναίκα μου, να μην αυτοκτονήσω.

θα φάγω πάλι, θα μασσώ, θα ξεροκαταπίνω . . .
Ούτε μια 'μέρα νηστικός να μη 'μπορώ να μείνω;
Τι σιχαμένα φαγητά!
Να σπάσω όλα μ' έρχεται του τραπεζιού τα πιάτα,
μα πάλι λέγω μόνος μου: « Ω χέρι μου, σταμάτα,
κι' ας λείψουν τέτοια χωρατά.»

Έφαγα, δόξα τω θεώ, και τώρα ας φουμάρω,
κι' ας έβγω τον αέρα μου 'στο Σύνταγμα να πάρω . . .
Ω! Ω! τι κόσμος σοβαρός!
Ο ένας κι' άλλος με γελά, κι' εγώ μ' αυτούς γελώ,
ψέμματα όλοι μου πουλούν, και ψέμματα πουλώ,
κι' έτσι διαβαίνει ο καιρός.

Πάλι 'στο σπήτι μου γυρνώ, ζεσταίνομαι, κρυόνω,
και πάλι με χασμήματα 'στο στρώμα μου ξαπλόνω,
κι' αρχίζω το ρουχαλητό .. .
Ω! η ζωή κατάντησε μαρτύριο για 'μένα,
έγινα Χάμλετ, όλα πια τα 'βρίσκω σιχαμένα,
και μόνο θάνατον ζητώ.

Μα πάλι να μη ζη κανείς, ποτέ να μην πεινά,
και άσπλαγχνα να τρώγεται υπό την κρύαν πλάκα,
να μη γνωρίζη τις και πώς το έθνος κυβερνά,
και ποιος θα έλθη βουλευτής από την Καλαμπάκα;
Εν όσω είσαι ζωντανός, ναι μεν θα υποφέρης,
μα της ζωής την ανοστιά τουλάχιστον την ξέρεις.

’λλ' όταν πέσης μια φορά αναίσθητος στο χώμα
και απομείνης σκέλεθρο, ω! τότε θ' αγνοής
το τι αξίζει η ζωή κι' ο θάνατος ακόμα,
κι' αν ήναι προτιμότερος ο τάφος της ζωής.
Ω! τι φρικώδης ύπαρξις! τι χάρος σκοτεινός!
κι' αποθαμμένος μαρτυρείς καθώς και ζωντανός.

Να ζη κανείς ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά·
λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ·
δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά,
κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό.
Μα η φιλοσοφία μου κατήφορο επήρε
και . . . γαίαν έχεις ελαφράν, συνάδελφε Σαιξπήρε

Γ. Σουρής