Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Αυτός που γύρεψε

Βγήκα να βρω ο,τι έχασα
στις εχθρικές τις πόλεις:
μου κλείνανε δρόμους και πόρτες,
μου χυμαγάνε με φωτιά και νερό,
μου πετάγαν περιττώματα.
Το μόνο που γύρευα εγώ να βρω
ήταν παιχνιδάκια σπασμένα μέσα στα όνειρα,
ένα κρυστάλλινο αλογάκι
η το ξεθαμμένο μου ρολόι.
Κανείς δεν ήθελε ν᾽ αντιληφθεί
το μελαγχολικό μου πεπρωμένο,
την απόλυτή μου ανιδιοτέλεια.

Ματαίως εξηγούσα στις γυναίκες
ότι τίποτα δεν ήθελα να κλέψω
ούτε να σκοτώσω τις γιαγιάδες τους.
Έσκουζαν από φόβο σαν με βλέπανε
να βγαίνω από κανά ερμάρι,
να κατεβαίνω από την καμινάδα.

Τις μέρες, εν τούτοις, τις μακρές
και τις νύχτες με τη βιολετιά βροχή
συνέχιζα εγώ τις εξορμήσεις μου:
στα κλεφτά επέρασα
μεσ᾽ από στέγες και κεραμίδια
σ᾽ εκείνες τις εχθρικές τις κατοικίες,
και ως και κάτω απ᾽ το χαλί
πολέμησα, αγωνίστηκα στη λήθη ενάντια.
Ποτέ δεν βρήκα ο,τι ζητούσα.
Κανείς δεν είχε το άλογό μου,
ούτε τους έρωτές μου, ούτε το ρόδο
που έχασα σαν τόσα και τόσα φιλιά
στης αγαπημένης μου τη μέση.
Με φυλάκισαν, με σακάτεψαν,
δεν με κατάλαβαν, με παρεξήγησαν,
με πήραν προφανώς για εγκληματία
και τώρα πιά δεν γυρεύω καν τον ίσκιο μου.
Είμαι τόσο σοβαρός όσο και οι άλλοι,
μου λείπει όμως ο,τι αγάπησα:
η φυλλωσιά της γλύκας
που ξεφυλλίζεται φύλλο το φύλλο
ώσπου να μείνεις εσύ στο τέλος ασάλευτη
και γυμνή, ολόγυμνη στ᾽ αλήθεια.

P. Neruda